- ἀντίπετρος
- ἀντίπετροςlike stonemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίπετρος — ἀντίπετρος, ον (Α) 1. όμοιος με πέτρα 2. (επίθ. του Διός) αυτός που αντικαταστάθηκε με πέτρα (πρόκειται για την πέτρα που κατάπιε ο Κρόνος) … Dictionary of Greek
ἀντίπετρον — ἀντίπετρος like stone masc/fem acc sg ἀντίπετρος like stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέτροιο — ἀντίπετρος like stone masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέτρου — ἀντίπετρος like stone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek